- γατήσιος
- α, ο прям. , перен. кошачий;
γατήσια χάρη — кошачья грация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατήσια χάρη — кошачья грация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατήσιος — ια, ιο όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη γάτα ή μοιάζει μ αυτήν («γατήσια μάτια, νύχια, πονηριά») … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek